- ηθοπλαστικός
- η , ό[ν] способствующий выработке характера, формирующий характер
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ηθοπλαστικός — ή, ό αυτός που είναι κατάλληλος για διάπλαση χρηστού ήθους, που διαπλάσσει το ήθος, που διαμορφώνει τον χαρακτήρα («ηθοπλαστικά διηγήματα»). επίρρ... ηθοπλαστικώς και ηθοπλαστικά με τρόπο ηθοπλαστικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήθος + πλαστικός (< πλάσσω) … Dictionary of Greek
ηθοπλαστικός — ή, ό αυτός που επιδρά στη διαμόρφωση του χαρακτήρα: Το ομαδικό παιχνίδι έχει μεγάλη ηθοπλαστική αξία για το παιδί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ηθοποιός — Εκείνος που ερμηνεύει ή αυτοσχεδιάζει μια θεατρική δράση όπου υποδύεται ένα πρόσωπο. Ερμηνευτής είναι ο η. που χρησιμοποιεί τα λόγια άλλων, δηλαδή ενός γραπτού κειμένου που έχει αυτόνομη λογοτεχνική αξία· αυτοσχεδιαστής είναι ο η. που παραμερίζει … Dictionary of Greek
εποικοδομητικός — ή, ό επίρρ. ά 1. που ανήκει ή αναφέρεται ή συμβάλλει στην εποικοδόμηση (βλ. λ.). 2. μτφ., που προάγει στην αρετή με τη διδασκαλία κυρίως και το παράδειγμα, ηθοπλαστικός: Εποικοδομητικά διδάγματα. 3. μτφ., που ενισχύει μία άποψη, που συντελεί στην … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)